πολυτεχνικός

πολυτεχνικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυτεχνία ή στο πολυτεχνείο («πολυτεχνικές σχολές»)
2. φρ. «πολυτεχνική παιδεία» — παιδεία που συνδυάζει τη γενική μόρφωση και την παραγωγική διαδικασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύτεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πολυτεχνείο: Πολυτεχνική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”